θραύση

θραύση
η
1. σπάσιμο: Θραύση των καρυδιών.
2. μεγάλη καταστροφή: Μπήκε ο λύκος στο μαντρί και έκανε θραύση.
3. φρ., «Kάνω θραύση», εντυπωσιάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θραύση — και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῡσις) [θραύω] 1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη 2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή νεοελλ. 1. τεχνολ. η λύση τής συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • θραύσῃ — θραύω break in pieces aor subj mid 2nd sg θραύω break in pieces aor subj act 3rd sg θραύω break in pieces fut ind mid 2nd sg θραύσηι , θραῦσις comminution fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • θραυστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής. Οι… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμος — ο (Α λιθοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος αρχ. 1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων 2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον… …   Dictionary of Greek

  • αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”